- ναϊσκάριον
- νᾱϊσκ-άριον, τό, Dim. of ναΐσκος, PMag.Par.1.3145, Sch.Aeschin. 1.10, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναϊσκάριον — ναϊσκάριον, τὸ (Α) [ναΐσκος] υποκορ. τού ναΐσκος … Dictionary of Greek
ναισκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναισκάρια — ναισκάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναΐσκιον — ναΐσκιον, τὸ (Α) [ναίσκος] 1. ναϊσκάριον * 2. ονομασία επιδέσμου … Dictionary of Greek